- προσεπιπλάσσω
- Α1. σχηματίζω, πλάθω επίσης2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο3. (σχετικά με έμπλαστρο)τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.