προσεπιπλάσσω

προσεπιπλάσσω
Α
1. σχηματίζω, πλάθω επίσης
2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο
3. (σχετικά με έμπλαστρο)
τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσεπίπλασσε — προσεπιπλάσσω add by way of fiction pres imperat act 2nd sg προσεπιπλάσσω add by way of fiction imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προσεπίπλᾱσσε , προσεπιπλήσσω rebuke besides pres imperat act 2nd sg προσεπίπλᾱσσε , προσεπιπλήσσω rebuke… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”